συχνουρία

συχνουρία
η, Ν
ιατρ. διαταραχή τής ούρησης που χαρακτηρίζεται από πολύ συχνή αποβολή μικρής ποσότητας ούρων και η οποία μπορεί να οφείλεται σε προφανή φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + -ουρία (< ουρώ), πρβλ. ισχ-ουρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συχνουρία — η πάθηση των νεφρών που προκαλεί συχνή ούρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… …   Dictionary of Greek

  • πολλακισουρία — η, Ν συχνουρία …   Dictionary of Greek

  • προστατισμός — ο, Ν ιατρ. το σύνολο τών κλινικών σημείων που σχετίζονται με την ύπαρξη αδενώματος τού προστάτη και, κυρίως, το σύνολο τών διαταραχών τής ούρησης, όπως είναι η δυσουρία, η νυκτερινή συχνουρία, η εξασθένηση τής ακτίνας τών ούρων, η επιτακτική… …   Dictionary of Greek

  • τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις …   Dictionary of Greek

  • διάμεση κυστίτιδα — Χρόνια, μη μικροβιακή φλεγμονή του επιθηλίου και των μυών της κύστης, η οποία προκαλεί πόνο και συχνουρία. Η αιτία της δ.κ. είναι άγνωστη, ενώ η αποτελεσματική θεραπεία της είναι δύσκολη …   Dictionary of Greek

  • διαβητικός — ή, ό (ιατρ.) 1. αυτός που αναφέρεται στην αρρώστια διαβήτη: Τα κύρια διαβητικά συμπτώματα είναι η συχνουρία και η απώλεια βάρους. 2. αυτός που ασθενεί από διαβήτη: Οι διαβητικοί δεν πρέπει να τρώνε γλυκά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαροδιαβήτης — ο διαταραχή του μεταβολισμού: Πάσχει από ζαχαροδιαβήτη και γι αυτό έχει συχνουρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”